- αδικαιαρχος
- ἀδικαίαρχοςἀ-δικαίαρχοςὅ ирон. неправедный сановник (Dicaearchum recte amas …; melior est, quam isti nostri ἀδικαίαρχοι Cic.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αδικαίαρχος — ἀδικαίαρχος, ον (Α) [Δικαίαρχος] άδικος άρχοντας. Χρησιμοποιήθηκε από τον Κικέρωνα ως λογοπαίγνιο για τον ιστορικό Δικαίαρχο (Epistulae ad Atticum 2, 12) … Dictionary of Greek
ἀδικαίαρχοι — ἀδικαίαρχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)